- ανδρικός
- -ή, -ό και αντρικός (Α ἀνδρικός, -ή, -όν)1. εκείνος που ανήκει ή αφορά σε άνδρα, ανδροπρεπής, αντρίκιος2. ανθεκτικός, καρτερικός, θαρραλέοςαρχ.1. εκείνος που αποτελείται από άνδρες2. μεγάλος, μεγάλης χωρητικότητας (κύλιξ)3. το ανδρικόνανδρεία, γενναιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.